Δημοφιλείς αναρτήσεις

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2010

εξαιρετικα ενδιαφέρον

Όταν εξαφανίστηκαν οι μετανάστες
Τoυ ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ gangel@dolnet.gr

«Ήθελα να πυροβολήσω νέγρους»
«Χθες το πρωί, θα ήταν η ώρα επτά, αποφάσισα να αγοράσω ένα τουφέκι για να πυροβολήσω νέγρους.
Όμως πρώτα ήθελα ένα φρέσκο χυμό πορτοκαλιού. Μόνο που στην κουζίνα τα πορτοκάλια είχαν τελειώσει. “Περού!”, φώναξα. Τίποτα. Έψαξα παντού την Περουβιανή υπηρέτρια, ακόμη και κάτω από τη σκάλα όπου την έχουμε εγκαταστήσει. Τίποτα. Αναρωτήθηκα: λες η Πάολα να της έδωσε και άλλο ρεπό, παρ΄ όλο που της δώσαμε ένα πέρυσι; Όμως η γυναίκα μου κοιμόταν. Έτσι αποφάσισα να πάρω πρωινό στην καφετέρια. Μετά, είπα, θα πάω ν΄ αγοράσω το τουφέκι. Και η αγορά είναι στη γωνία, θα πάρω και πορτοκάλια.
Στην καφετέρια μου είπαν ότι τα πορτοκάλια είχαν τελειώσει. Απ΄ έξω δεν υπήρχε ούτε μία Τσιγγάνα. Με τόσες ελεημοσύνες που τους δώσαμε στις γιορτές, δεν θα έχουν γυρίσει ακόμη από τις διακοπές τους, σκέφτηκα. Είναι όλοι τους βαθύπλουτοι, αυτοί οι Τσιγγάνοι. Αλλά τώρα που θα αγοράσω το τουφέκι, είπα στον εαυτό μου, θα μπορώ να πυροβολώ και αυτούς. Ή μπορείς να πυροβολείς μόνο τους νέγρους; Πρέπει να ενημερωθώ. Όταν βγήκα στην πλατεία της αγοράς, κατευθύνθηκα προς τον πάγκο όπου ψωνίζει η γυναίκα μου. Όμως ο πάγκος δεν ήταν εκεί. Ούτε η αγορά. Πήγα στον εφημεριδοπώλη. Συγγνώμη, η αγορά; Τι τα θέλετε, μου απάντησε, σ΄ αυτή τη χώρα δεν λειτουργεί τίποτε πλέον. Σκεφτείτε ότι ακόμη περιμένω τις εφημερίδες. Θα τις διαβάζει ο διανομέας, αστειεύτηκα. Όχι, ο διανομέας που μου τις φέρνει είναι Ρουμάνος, προτιμάει τις ρουμάνικες, απάντησε εκείνος.
Πήγα στο οπλοπωλείο. Όμως ο ιδιοκτήτης, αντί να το ανοίγει, το έκλεινε. Τι θέλετε, με ρώτησε. Ένα τουφέκι για να πυροβολώ νέγρους του απάντησα. Μου έδειξε τις άδειες βιτρίνες. Κατάλαβα, χαμογέλασα. Πότε θα έρθουν τα καινούργια; Ακούστε, μου εξήγησε, τη νύχτα έφυγαν όλοι οι νέγροι και κατά συνέπεια τα εργοστάσια τουφεκιών έκλεισαν· χωρίς νέγρους, το να πυροβολείς νέγρους έγινε μια ουτοπία. Όπως και ο χυμός πορτοκαλιών, μουρμούρισα. Όμως, πρόσθεσα, πρέπει να ενημερωθώ: ίσως να μπορεί κανείς να πυροβολεί Τσιγγάνους, Ρουμάνους, Μαροκινούς. Δεν τα μάθατε, μου απάντησε εκείνος, εξαφανίστηκαν κι αυτοί. Κρίμα, είπα εγώ. Κρίμα, είπε εκείνος.
Στενοχωρημένος, κατευθύνθηκα προς το σπίτι. Και τότε με κυρίευσε ένα πολύ κακό προαίσθημα. Από το κινητό μου τηλεφώνησα στην Παντέρα, την τρανσέξουαλ που προτιμώ. Όμως ο αριθμός βγήκε άγνωστος. Ωχ όχι, μουρμούρισα. Τότε δοκίμασα να καλέσω τον Αλί, τον έμπιστο ντίλερ μου. Δεν ήταν διαθέσιμος. Μόνον εκείνη τη στιγμή κατάλαβα το νόημα μιας φράσης που είχα διαβάσει σ΄ έναν τοίχο αρκετά χρόνια πριν: ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ, ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ, ΜΗ Μ΄ ΑΦΗΝΕΤΕ ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΟΥΣ ΙΤΑΛΟΥΣ.
(Απόσπασμα από άρθρο του συγγραφέα Τζουζέππε Κουλίκια στην εφημερίδα «Λα Στάμπα». Αυτό τον μήνα, κάτοικοι του Ροζάρνο της Καλαβρίαςεπιτέθηκαν με τις ευλογίες της Μαφίας σε μετανάστες,πυροβολώντας τους με καραμπίνες)

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Πριν από κάποιο καιρό, Κυριακή πρωί κατά τις 11:00 κατέβηκα προς την Πλατεία Κουμουνδούρου. Δεν υπήρχε ιδιαίτερος λόγος. Ή μάλλον υπήρχε. Ήθελα πάλι να πάω να συναντήσω έναν ποιητή από το Μπαγκλαντές που έχει κοντά στην πλατεία ένα μικρό μαγαζάκι με μπαχαρικά. Κατεβαίνοντας την Ευριπίδου είδα όλο εκείνο το πλήθος των ανθρώπων που κατοικούνε την πόλη. Σε μια γωνιά είδα έναν τσαγοπώλη. Μια αναποδογυρισμένη κούτα, 10 πλαστικά ποτήρια μίας χρήσης, ένα μπρίκι και φακελάκια ευρωπαϊκού τσαγιού. Πακιστανός στην καταγωγη, τέως ανθοπώλης στο Παρίσι, νυν νεφροπαθής "τσαγοπώλης" στο κέντρο της Αθήνας. Πήρα το τσάι μου, όπως κάθε φορά και συνέχισα. Στα μισά είδα τα γεμάτα κουρεία και τους ανθρώπους να μιλάνε μέσα σε αυτά. Είδα πάλι τον Μ. να διαβάζει για το μάθημα των Ελληνικών και τον βοήθησα στην ορθοφραφία. Είδα πάλι στην ίδια αυλή τον έναν να βοηθά τον άλλον να κάνει την ένεσή του. Είδα πάλι έναν φωτογράφο να "στήνει" δύο γυναίκες για να τις φωτογραφήσει "αληθινές". Ευτυχώς έφτασα στο μαγαζί όταν έπρεπε - δεν χρειάστηκε να "ξαναδώ πάλι". Ο Κ. ήταν εκεί. Έφτιαξε τσάι (το δεύτερο) και κάτσαμε να τα πούμε. Μου έδειξε πάλι τα βιβλία του και μου μίλησε. (Αλήθεια είναι μιλάνε και αυτοί!) Χάρηκα που το ξαναθυμήθηκα. Είχα πολύ καιρό να κάνω το ταξίδι στην μακρινή Κουμουνδούρου και το είχα πραγματικά ανάγκη. Έκλαψα στην πιθανότητα ότι διεκδικούσα ακόμη και μέσα από αυτή την επίσκεψη ένα Υπερ-Εγώ. Αλλά δεν άφησα τον εαυτό μου να παρασυρθεί. ΄

Μέσα από την "σχέση" παράγεται χώρος? Μέσα από την "σχέση" παράγεται χρόνος? Μέσα από την "σχέση" δημιουργείται ο τόπος? Κινούμαι προς τον άλλον ή κινούμαι προς τον εαυτό μου. Κινούμαι ταυτόχρονα και προς τον Άλλο και προς τον Έαυτό? Και τελικά τι είναι σύνορο? Ποιος μπορεί να μου απαντήσει πότε θα μπορέσω να αισθανθώ καλά που αισθάνομαι άνετα στο μαγάζι του ποιητή?